- ἁρπάσῃ
- ἁρπάσηι , ἅρπασιςfem dat sg (epic)ἁρπάζωsnatch awayaor subj mid 2nd sgἁρπάζωsnatch awayaor subj act 3rd sgἁρπάζωsnatch awayfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρπάση — ἅρπασις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάσηι — ἅρπασις fem dat sg (epic) ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away aor subj mid 2nd sg ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away aor subj act 3rd sg ἁρπάσῃ , ἁρπάζω snatch away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… … Dictionary of Greek